Πώς σβήστηκε από τον χάρτη η «πιο κατεστραμμένη και επικίνδυνη πόλη του κόσμου»

Πόλος έλξης για τον «νοσηρό τουρισμό»

Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

 

Εδώ και χρόνια η «πιο επικίνδυνη πόλη του κόσμου», όπως συχνά αποκαλείται, έχει ερημώσει από τη στιγμή που διαπιστώθηκε πως ο αέρας ήταν τόσο τοξικός εξαιτίας του αμίαντου, που μια ανάσα θα μπορούσε να αποβεί μοιραία.

Η πόλη Γουίτενουμ, γνωστή σήμερα ως μια από τις πιο μολυσμένες τοποθεσίες στον κόσμο, βρίσκεται στη Δυτική Αυστραλία και αποτελεί ένα παράδειγμα των σοβαρών συνεπειών που μπορεί να έχει η εξόρυξη αμιάντου στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον. Η ιστορία της ξεκινά με ελπίδες για οικονομική ανάπτυξη και καταλήγει σε μια τραγωδία που άφησε ανεξίτηλα σημάδια στην περιοχή και τους κατοίκους της.

Η Γουίτενουμ ιδρύθηκε τη δεκαετία του 1940, όταν ανακαλύφθηκαν πλούσια κοιτάσματα μπλε αμιάντου στην περιοχή. Ο αμίαντος ήταν τότε ένα πολύτιμο υλικό, ιδιαίτερα ανθεκτικό στη φωτιά και τη θερμότητα, και χρησιμοποιούταν ευρέως στη βιομηχανία κατασκευών. Η εξόρυξη του μπλε αμιάντου ξεκίνησε το 1943 από την εταιρεία Australian Blue Asbestos Company και η Γουίτενουμ σύντομα έγινε το κέντρο της βιομηχανίας αμιάντου στη Δυτική Αυστραλία.

Η πόλη αναπτύχθηκε ραγδαία, και στις δεκαετίες του 1950 και 1960 είχε περίπου 20.000 κατοίκους. Ο αμίαντος που εξορυσσόταν από το ορυχείο εξαγόταν παγκοσμίως και θεωρείτο ένας σημαντικός οικονομικός πόρος για την Αυστραλία.

 

 

Παρά την οικονομική ευμάρεια που έφερε η εξόρυξη αμιάντου, σύντομα άρχισαν να εμφανίζονται σοβαρά προβλήματα υγείας στους εργαζόμενους και τους κατοίκους της περιοχής. Ο μπλε αμίαντος, που περιείχε μεγάλες ποσότητες καρκινογόνων ινών, προκαλούσε σοβαρές ασθένειες, όπως η αμιάντωση και το μεσοθηλίωμα, μια μορφή καρκίνου που σχετίζεται με την έκθεση στον αμίαντο. Σταδιακά, έγινε σαφές ότι η εργασία στο ορυχείο ήταν επικίνδυνη για τη ζωή των εργαζομένων και των οικογενειών τους.

Στη δεκαετία του 1960, οι πρώτες αναφορές για τα προβλήματα υγείας άρχισαν να εμφανίζονται, αλλά η εξόρυξη συνεχίστηκε. Ωστόσο, καθώς οι αποδείξεις για τις επικίνδυνες συνέπειες του αμιάντου γίνονταν όλο και πιο ξεκάθαρες, η κυβέρνηση αποφάσισε να κλείσει το ορυχείο το 1966. Η πόλη άρχισε να φθίνει και ο πληθυσμός της μειώθηκε δραστικά, καθώς οι άνθρωποι έφευγαν για να ξεφύγουν από τον κίνδυνο.

Μέχρι τη δεκαετία του 1980, η Γουίτενουμ είχε γίνει σχεδόν πόλη-φάντασμα. Το 2006, η κυβέρνηση της Δυτικής Αυστραλίας αποφάσισε να διαγράψει την πόλη από τους επίσημους χάρτες, και το 2007 έκλεισε τον κεντρικό δρόμο προς τη Γουίτενουμ, αποκόπτοντας ουσιαστικά την πρόσβαση. Οι λίγοι κάτοικοι που είχαν απομείνει εγκατέλειψαν και αυτοί την πόλη σταδιακά, καθώς οι κίνδυνοι για την υγεία ήταν πλέον ευρέως γνωστοί.

 

Σήμερα, η Γουίτενουμ είναι ένας εγκαταλειμμένος τόπος, γεμάτος μολυσμένο χώμα και αέρα από τα υπολείμματα του αμιάντου. Οι αρχές προειδοποιούν τους επισκέπτες να μην πλησιάζουν την περιοχή λόγω της τοξικότητας, αλλά ο τόπος παραμένει μια σκοτεινή υπενθύμιση της βιομηχανικής κληρονομιάς και των συνεπειών της αδιαφορίας για την υγεία των ανθρώπων.

 

 

Close Float
Σοκολάτα 102,4